λαθρομετανάστης

λαθρομετανάστης
ο, θηλ. λαθρομετανάστρια
άτομο που εισέρχεται κρυφά και παράνομα σε ξένη χώρα, με σκοπό να παραμείνει σε αυτήν προσωρινά ή μόνιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)-* + μετανάστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”